- ακτινογραφώ
- (-έω)1. ενεργ. εκτελώ ακτινογραφία, υποβάλλω κάποιον σε ακτινογράφηση2. παθ. υποβάλλομαι σε ακτινογράφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινογραφία πρβλ. γαλλ. radiographier < radiographie, «ακτινογραφία».ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογράφημα, ακτινογράφηση].
Dictionary of Greek. 2013.