ακτινογραφώ

ακτινογραφώ
(-έω)
1. ενεργ. εκτελώ ακτινογραφία, υποβάλλω κάποιον σε ακτινογράφηση
2. παθ. υποβάλλομαι σε ακτινογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινογραφία πρβλ. γαλλ. radiographier < radiographie, «ακτινογραφία».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογράφημα, ακτινογράφηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακτινογραφώ — ησα, κάνω ακτινογραφία: Πριν λίγες μέρες τον ακτινογράφησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινογράφημα — το [ακτινογραφώ] 1. εικόνα από ακτινογράφηση 2. φωτογραφική πλάκα ακτινογραφίας …   Dictionary of Greek

  • ακτινογράφηση — και αχτινογράφηση, η ή λήψη ακτινογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινογραφώ, πρβλ. αγγλ. radiography] …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφώ — έω, Ν [ραδιογραφία] 1. ακτινογραφώ 2. τηλεγραφώ με ασύρματο τηλέγραφο, ραδιοτηλεγραφώ …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφώ — ησα 1. ακτινογραφώ. 2. ραδιοτηλεγραφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”